αναδίφης

αναδίφης
και αναδιφητής, ο
1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση*
2. αυτός που έκανε αναδίφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878 στον ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναδιφητής — ο βλ. αναδίφης …   Dictionary of Greek

  • αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”